Ήταν ένα ήσυχο
βράδυ... Ένα σκυλάκι, ίσα που διένυε τον 13ο μήνα της ζωής του,
βγήκε για την καθιερωμλενη βραδυνή του βόλτα σε ένα μικρό χωράφι δίπλα στο
σπίτι του... Γυρνάει από εδώ, γυρνάει από εκεί, μυρίζει... Μονίμως αυτή η μύτη
του στο χώμα να ρουφάει με ζέση όλες τις μυρωδίες της φύσης... ‘’Μμμ...
Μεζές...’’ Κάτι του τραβάει την προσοχή...
Σε μία άλλη
πόλη, ένα νέο παιδί, δίνει την ύστατη μάχη με τη ζωή... Πολεμάει χρόνια τώρα,
κρατημένο από μία κλωστή, που χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, ξεφτίζει όλο
και περισσότερο...
‘’Ωπ, ένας
θάμνος... μμμ... Ωραίο έδεσμα...’’, ξαφνικά ένας πόνος... Σαν κάτι να του
ξεσκίζει τα σωθικά... Όλα γίνονται θολά... Γιατί η ζωή μπροστά του
ξεθωριάζει...;
Το παληκάρι
προσπαθεί κάτι να πει, αλλά οι λέξεις δεν βγαίνουν πια... Θέλει να κρατηθεί στη
ζωή, μα οι πύλες του παραδείσου έχουν ανοίξει και κάτι τόσο γλυκό, τόσο
μαγευτικό τον καλεί να κάνει το μεγάλο βήμα...
Κόσμος τώρα
έχει μαζευτεί γύρω από το σκυλάκι... Τί έπαθε; Γιατί; Τόσες γνωστές φιγούρες
παρελαύνουν μπρστά του κι αυτό δεν έχει δυνάμεις να τους δείξει πόσο χαίρεται
με την παρουσία τους...
Το παιδί έχει
τόσα ακόμα να πει, τόσα να κάνει... Μα νιώθει τις δυνάμεις του να τον
εγκαταλείπουν... Θέλει να ευχαριστήσει όσους είναι εκεί, όσους ήταν τόσα χρόνια
εκεί... Ακόμα και αυτούς που δεν μπόρεσαν να βρεθούν κοντά του...
Ξαφνικά
σκοτάδι... Τα γνωριμα πρόσωπα χάνονται και μετά μοναξιά... ΄΄ Πού είμαι; Γιατί
είμαι μόνος μου;’’ Αναρωτιέται το σκυλάκι...
Οι στιγμές
είναι λίγες... Λίγος πόνος ακόμα και έρχεται η γαλήνη... Μία τελευταία πνιχτή
ανάσα και... Ηρεμία... Τόσα χρόνια βασάνων σβήνονται μέσα σε μια στιγμή...
Το σκυλάκι
ξαφνικά βλέπει πάλι καθαρά... Ένα πρόσωπο τόσο οικοίο εμφανίζεται μπροστά
του... Κουνάει την ουρά του και χύνεται με ορμή και χαρά στην αγκαλιά του...
΄΄Μη
φοβάσαι αγόρι μου... Τώρα πια θα είμαστε οι δυό μας... Έφυγαν ο πόνος και η
κούραση’’... Παίρνει το σκυλάκι αγκαλιά και χάνονται για πάντα στην απόλυτη
γαλήνη που τόσο απλόχερα τους προσφέρεται...
Μου
λείπετε πολύ...
Ο τρελός του χωριού...